- παρασιτία
- η, ΝΑ [παράσιτος]το να είναι κάποιος ή κάτι παράσιτο, το να εξασφαλίζει την συντήρηση του εις βάρος άλλου, το να παρασιτεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρασιτία — παρασιτίᾱ , παρασιτία profession of a parasite fem nom/voc/acc dual παρασιτίᾱ , παρασιτία profession of a parasite fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασιτίας — παρασιτίᾱς , παρασιτία profession of a parasite fem acc pl παρασιτίᾱς , παρασιτία profession of a parasite fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПАРАЗИТ — • Parasītus, παράσιτος, conviva, застольник; первоначально вообще наименование помощников чиновников, которое произошло, вероятно, от того, что их вместе с чиновниками кормили на общественный счет. Поэтому паразиты являются как… … Реальный словарь классических древностей
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek